- Αλγέρι(ον)
- το 1. см. 'Αλγερία;2. г. Алжир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αλγέρι — Πόλη (1.696.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Αλγερίας. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στα υψώματα ενός όρμου, που περιβάλλεται από τον Μικρό Άτλαντα. Κοντά στην ακτή ξεπροβάλλουν μερικά νησάκια, και το όνομα της πόλης προέρχεται από την αραβική… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μαργκερίτ — (Margueritte). Επώνυμο δύο Γάλλων συγγραφέων. 1. Βικτόρ (Victore, Αλγέρι 1866 – Μονεστιέ Γαλλίας 1942). Μετά το τέλος της συνεργασίας με τον αδελφό του, Πολ, αναζήτησε την επιτυχία σε προσωπικό επίπεδο. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Καμί, Αλμπέρ — (Albert Camus, Μοντοβί, Αλγερία 1913 – Βιγιεμπλερίν, Γαλλία 1960). Γάλλος συγγραφέας. Υπήρξε γιος ενός εργάτη γης που σκοτώθηκε στον πόλεμο του 1914. Πραγματοποίησε ανώτερες σπουδές στο Αλγέρι, αλλά η φυματίωση τον εμπόδισε να σταδιοδρομήσει ως… … Dictionary of Greek
Κάμπελ, Τόμας — (Thomas Campell, Γλασκόβη 1777 – Μπουλόν 1844). Σκοτσέζος ποιητής και κριτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Έγινε γνωστός με το ποίημά του Οι χαρές της Ελπίδας, στο οποίο αναφερόταν με διδακτικό ύφος στα καίρια ζητήματα… … Dictionary of Greek
Λοβέρδος — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας της Κεφαλονιάς. Αναφέρεται και με το επώνυμο Λογέρδος ή Λουέρδος. Η οικογένεια Λ. εμφανίστηκε στην Κεφαλονιά μετά το 1262 και αναφέρεται στη Χρυσή Βίβλο του νησιού, επειδή τα μέλη της είχαν τον τίτλο του κόμη.… … Dictionary of Greek
εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek